- ὑπνοφόρος
- ὑπνοφόροςbringing sleepmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπνοφόρος — ο / ὑπνοφόρος, ον, ΝΑ αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὑπνοφόρον — ὑπνοφόρος bringing sleep masc/fem acc sg ὑπνοφόρος bringing sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… … Dictionary of Greek
μηκωνέλαιο — το χημ. ξηραινόμενο έλαιο που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού μήκων η υπνοφόρος με συμπίεση ή εκχύλιση και χρησιμοποιείται ως εδώδιμο, αλλά και για την παρασκευή σαπουνιών, ιατρικών γαλακτωμάτων, καθώς και ελαιοχρωμάτων για τη ζωγραφική … Dictionary of Greek
μηκώνιο — το (Α μηκώνιον) [μήκων] 1. ο χυμός τού φυτού μήκων η υπνοφόρος 2. καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου, από χολή και εντερικά κύτταρα και εμφανίζεται στο έντερο τού ανθρώπινου εμβρύου από τον πέμπτο… … Dictionary of Greek
όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… … Dictionary of Greek
αγαρικίδες — (agaricaceae).Οικογένεια των βασιδιομυκήτων, στην οποία ανήκουν πολλά μανιτάρια. Είναι φυτά σαρκώδη συνήθως, από τα οποία πολλά είναι φαγώσιμα και άλλα δηλητηριώδη. Μερικά είδη είναι παρασιτικά, ενώ τα περισσότερα είναι σαπροφυτικά και παίζουν… … Dictionary of Greek